- σκαντάλιο
- και σκαντάγιο, το, Νη βολίδα, όργανο με το οποίο μετρείται από το πλοίο το βάθος τής θάλασσας μέχρι τα 50 περίπου μέτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scandaglio «βολίδα, όργανο για μέτρηση τού βάθους τών θαλασσών»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκανταλιάρω — και σκανταγιάρω Ν [σκαντάλιο / σκαντάγιο] μετρώ το βάθος τής θάλασσας ή διερευνώ τη διαμόρφωση τού βυθού της με το σκαντάλιο … Dictionary of Greek
σκαντάγιο — το βλ. σκαντάλιο … Dictionary of Greek
σκανταλιάρισμα — το, Ν [σκανταλιάρω] μέτρηση τού βάθους τής θάλασσας ή ανίχνευση τής διαμόρφωσης τού βυθού της που γίνεται με το σκαντάλιο … Dictionary of Greek
σκαντάγιο — σκαντάγιο, το και σκαντάλιο, το (λ. ιταλ.), βολίδα, όργανο βυθομέτρησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)